χεροπάλαμο

χεροπάλαμο
το, Ν
1. το άκρο χέρι, η παλάμη με τα δάχτυλα
2. (στον πληθ. χωρίς αρθρ. ως επίρρ.) χεροπάλαμα
με τις παλάμες, με τις χούφτες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χέρι (βλ. και λ. χειρ[ο]-) + παλάμη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”